- ναυπήγημα
- το1. το αποτέλεσμα τού ναυπηγώ, η ναυπήγηση2. κάθε σκάφος που σύμφωνα με τη ναυπηγική επιστήμη και τέχνη έχει τη δυνατότητα να πλέει και να μετακινείται στο νερό.[ΕΤΥΜΟΛ. < ναυπηγώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1887 στην Εφημερίδα τής Κυβερνήσεως τού Βασιλείου τής Ελλάδος].
Dictionary of Greek. 2013.